- ἐκίνησε
- ἐκί̱νησε , κινέωset in motionaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα … Википедия
настати — НАСТА|ТИ (318), НОУ, НЕТЬ гл. Наступить, начаться: Наставъшю же д҃ни иде архиеп(с)пъ иѡанъ… повелѣ ѿкопати пьрьсть сѹщюю надъ гръбъмь ст҃ою. СкБГ XII, 19б; ѥдиномѹ же на •і҃• наставъ д҃ни м(с)цѧ. ЖФСт XII, 167 об.; феоѳила архиеп(с)па.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
νιούτσικος — η, ο 1. οκάπως νέος. 2. ως ουσ., ο νέος, το παλικάρι, ο λεβέντης: Εκίνησε ο νιούτσικος να πάει ν αρραβωνίσει (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)